- συγκαταβιοῖ
- συγκαταβιόωlive withpres ind mp 2nd sgσυγκαταβιόωlive withpres opt act 3rd sgσυγκαταβιόωlive withpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκαταβιώ — όω, Α ζω με κάτι ή μαζί με άλλον («ή κακία τοῑς πολλοίς συγκαταβιοῑ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταβιῶ «περνώ τη ζωή μου, διαβιώ»] … Dictionary of Greek